βαρυνεῖ

βαρυνεῖ
βαρύνω
weigh down
fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)
βαρύνω
weigh down
fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βαρύνει — βαρύ̱νει , βαρύνω weigh down aor subj act 3rd sg (epic) βαρύ̱νει , βαρύνω weigh down pres ind mp 2nd sg βαρύ̱νει , βαρύνω weigh down pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • отѧгъчевати — ОТѦГЪЧЕВА|ТИ (1*), Ю, ѤТЬ гл. Отягощать, обременять: Перен.: по мдр(с)ти бо тлѣньно тѣло отѧгчевае(т) д҃шю. (βαρύνει) ГБ к. XIV, 95г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ίπος — ἶπος, ὁ και ἡ (Α, Μ ἶπος, τὸ) το κομμάτι τού ξύλου τής ποντικοπαγίδας που πέφτει και πιάνει τον ποντικό αρχ. 1. οποιοδήποτε βάρος, φορτίο, καθετί που βαρύνει, που πιέζει 2. βάρος που χρησιμοποιούσαν ειδικά στη χειρουργική 3. το πιεστήριο τού… …   Dictionary of Greek

  • βαρύνω — (AM βαρύνω) [βαρύς] τονίζω με βαρεία νεοελλ. φρ. «με βαρύνει κάτι» ή «βαρύνομαι με κάτι» έχω κάτι εις βάρος μου (κατηγορία, αδίκημα, παρατυπία κ.λπ.) μσν. Ι. 1. επιρρίπτω ευθύνη σε κάποιον, κατηγορώ 2. χτυπάω 3. έχω βάρος, είμαι βαρύς II.( ομαι)… …   Dictionary of Greek

  • βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • εξαγνισμός — Τυπική πράξη με την οποία πιστεύεται ότι εξαλείφονται ακαθαρσίες αφηρημένες, ανάλογα με τις διάφορες θρησκευτικές αντιλήψεις. Η αιτία και ο τρόπος μόλυνσης ποικίλλουν σε μεγάλη κλίμακα και αφορούν είτε φυσικά γεγονότα (π.χ. οι γυναίκες στην… …   Dictionary of Greek

  • ετεροβαρής — ές (Μ ἑτεροβαρής, ές) αυτός τού οποίου το βάρος πιέζει το ένα μέρος, τη μία πλευρά νεοελλ. εκείνος που βαρύνει περισσότερο ή αποκλειστικά τη μία πλευρά, που επιβάλλει άνισες υποχρεώσεις («ετεροβαρής σύμβαση»). επίρρ... ετεροβαρώς κατά ετεροβαρή,… …   Dictionary of Greek

  • καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

  • κατίν — (Katyn). Χωριό της Ρωσίας, Δ του Σμολένσκ. Έγινε διεθνώς γνωστό από το γειτονικό δάσος, όπου, κατά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο, οι Γερμανοί ανακοίνωσαν ότι ανακάλυψαν οκτώ ομαδικούς τάφους με τα πτώματα 4.500 Πολωνών αξιωματικών, επιρρίπτοντας την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”